Έλαβα email (από την ‘gilda11’) με την ερώτηση:
– ‘Πότε χρησιμοποιούμε cure και πότε treat;’
– Θα αρχίσω με το cure. Σημαίνει ‘θεραπεύω’. Θα συνεχίσω με το‘treat’. Σημαίνει ‘θεραπεύω’. Επομένως για τον Έλληνα χρήστη υπάρχει δίλημμα. Ποιο από τα δύο να χρησιμοποιήσει; Υπάρχει, όμως, και το‘heal’. Σημαίνει ‘νοσηλεύω, κουράρω’. Επειδή αντιλαμβάνομαι ότι είναι λίγο συγκεχυμένα όλα αυτά θα σου δώσω μερικά παραδείγματα.
cure:
(θεραπεύω, κάνω κάποιον καλά, γιατρεύω μια αρρώστια)
- Πως ‘θεραπεύεις’ ένα κρύωμα; How do you cure a cold?
- Πάρε αυτό το φάρμακο. Θα σου ‘θεραπεύσει’ την αλλεργία. Take this medicine.It will cure your allergy.
- Ο Μανώλης πήρε κάτι που ‘θεράπευσε’ την ακμή του για πάντα. Manolis took something that cured his acne for good.
treat:
(θεραπεύω, αντιμετωπίζω μια αρρώστια, ακολουθώ μια διαδικασία για να κάνω κάποιον καλά)
- Οι γιατροί και το νοσηλευτικό προσωπικό ‘περιποιήθηκαν’ τις πληγές των τραυματισθέντων. The doctors along with the nurses treated the wounds of the injured people.
- Το Υπουργείο Υγείας συνέστησε στους κατοίκους του χωριού να ‘κάνουν θεραπεία’ για μαλάρια. The Ministry of Health recommended all the inhabitants of the village be treated for malaria.
- Ο γιατρός είπε στη Μαίρη ότι θα έπρεπε να ‘κάνει θεραπεία’ για μόλυνση στο αυτί. The doctor told Mary that she had to be treated for an ear infection.
heal:
(θεραπεύω, γίνομαι καλά, κλείνω μια πληγή)
Το ρήμα heal αν και, γενικά, είναι συνώνυμο του cure και του treat, στα καθημερινά Αγγλικά, συνήθως, χρησιμοποιείται για ‘μια πληγή που κλείνει’.
- Έκοψα το πόδι μου τρεις εβδομάδες πριν αλλά τώρα είναι καλά. I cut my foot three weeks ago but it has healed now.
- Ο μόνος τρόπος για να γίνει καλά το πόδι σου είναι να το ξεκουράσεις. The only way for your foot to heal is to rest it.
- Οι πληγές του ‘αντιμετωπίστηκαν’, ‘έγιναν καλά’, ‘έκλεισαν’ , στο νοσοκομείο. His injuries healed in hospital.