Ελληνικά: “Ό αδελφός μου είναι πολύ συμπαθητικός”
English: “My brother is a very sympathetic person”
Συμπαθητικός — Sympathetic: Υπάρχει κάποια σχέση μεταξύ τους; Καμία!
Μερικά παραδείγματα:
Συμπαθητικός…που συμπαραστέκεται, που βοηθά
• Η σύζυγός μου πάντα συμπαραστέκεται όταν δεν είμαι καλά. My wife is always so sympathetic when I am not well
• Όταν πέθανε ο σκύλος μου όλοι οι γείτονες μού φέρθηκαν πολύ καλά. All my neighbours were sympathetic to me when my dog died.
• Ο γιατρός στο νοσοκομείο με συμπόνεσε πολύ. The hospital doctor was quite sympathetic.
Συμπαθητικός…καλός
• Η Μαρία είναι πολύ συμπαθητική. Mary is very nice.
• Η ταινία ήταν συμπαθητική. The film was nice.
• Η ατμόσφαιρα στην παρέα ήταν συμπαθητική. There was a nice atmosphere among us.