Tag Archives: τυφλός
blind eye … στραβά μάτια;
…κάνω τα στραβά μάτια / …turn a blind eye (to)… …κάνω ότι δεν καταλαβαίνω κάτι… / προσποιούμαι ότι δε βλέπω κάποια πράγματα (να συμβαίνουν) που δε θα έπρεπε να συμβαίνουν… / εθελοτυφλώ… Παραδείγματα: I turned a blind eye to her … Continue reading